- λεπτοτομώ
- (AM λεπτοτομῶ, -έω)κόβω σε μικρά τεμάχια, κομματιάζω, λειανίζω, κονιοποιώ («τῆς κόνεως, ἣν ἡ γῆ λεπτοτομοῡσα ἀναπέμπει», Ευστ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)-* (< επίρρ. λεπτά) + -τομῶ (< -τόμος < τέμνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek
λεπτοτομία — η [λεπτοτομώ] διαίρεση σε λεπτά τεμάχια, λειάνισμα, ψιλό κόψιμο … Dictionary of Greek